Πεμ, Νοε 25, 2021
Χωρίο: Ιωνάς 1:1-16
Διάρκεια: 51 Λεπτά 37 Δευτερόλεπτα
1 Και έγεινε λόγος Κυρίου προς Ιωνάν τον υιόν του Αμαθί, λέγων,
2 Σηκώθητι, ύπαγε εις Νινευή, την πόλιν την μεγάλην, και κήρυξον κατ' αυτής· διότι η ασέβεια αυτών ανέβη ενώπιόν μου.
3 Και εσηκώθη ο Ιωνάς διά να φύγη εις Θαρσείς από προσώπου Κυρίου και κατέβη εις Ιόππην· και εύρηκε πλοίον πορευόμενον εις Θαρσείς, και έδωκε τον ναύλον αυτού και επέβη εις αυτό, διά να υπάγη μετ' αυτών εις Θαρσείς από προσώπου Κυρίου.
4 Αλλ' ο Κύριος εξήγειρεν άνεμον μέγαν επί την θάλασσαν, και έγεινε κλύδων μέγας εν τη θαλάσση και το πλοίον εκινδύνευε να συντριφθή.
5 Και εφοβήθησαν οι ναύται και ανεβόησαν έκαστος προς τον θεόν αυτού και έκαμον εκβολήν των εν τω πλοίω σκευών εις την θάλασσαν, διά να ελαφρωθή απ' αυτών· ο δε Ιωνάς κατέβη εις το κοίλωμα του πλοίου και επλαγίασε και εκοιμάτο βαθέως.
6 Και επλησίασε προς αυτόν ο πλοίαρχος και είπε προς αυτόν, Τι κοιμάσαι συ; σηκώθητι, επικαλού τον Θεόν σου, ίσως ο Θεός μας ενθυμηθή και δεν χαθώμεν.
7 Και είπον έκαστος προς τον πλησίον αυτού, Έλθετε και ας ρίψωμεν κλήρους, διά να γνωρίσωμεν τίνος ένεκεν το κακόν τούτο είναι εφ' ημάς. Και έρριψαν κλήρους και έπεσεν ο κλήρος επί τον Ιωνάν.
8 Τότε είπον προς αυτόν, Ειπέ τώρα προς ημάς, τίνος ένεκεν το κακόν τούτο ήλθεν εφ' ημάς; Τι είναι το έργον σου; και πόθεν έρχεσαι; τις ο τόπος σου; και εκ τίνος λαού είσαι;
9 Ο δε είπε προς αυτούς, Εγώ είμαι Εβραίος· και σέβομαι Κύριον τον Θεόν του ουρανού, όστις εποίησε την θαλάσσαν και την ξηράν.
10 Τότε εφοβήθησαν οι άνθρωποι φόβον μέγαν και είπον προς αυτόν, Τι είναι τούτο, το οποίον έκαμες; διότι εγνώρισαν οι άνθρωποι, ότι έφευγεν από προσώπου Κυρίου, επειδή είχεν αναγγείλει τούτο προς αυτούς.
11 Και είπον προς αυτόν, Τι να σε κάμωμεν, διά να ησυχάση η θάλασσα αφ' ημών; διότι η θάλασσα εκλυδωνίζετο επί το μάλλον.
12 Και είπε προς αυτούς, Σηκώσατέ με και ρίψατέ με εις την θάλασσαν, και η θάλασσα θέλει ησυχάσει αφ' υμών· διότι εγώ γνωρίζω, ότι εξ αιτίας εμού έγεινεν ο μέγας ούτος κλύδων εφ' υμάς.
13 Οι άνθρωποι όμως εκωπηλάτουν δυνατά διά να επιστρέψωσι προς την ξηράν· αλλά δεν εδύναντο, διότι η θάλασσα εκλυδωνίζετο επί το μάλλον κατ' αυτών.
14 Όθεν ανεβόησαν προς τον Κύριον και είπον, Δεόμεθα, Κύριε, δεόμεθα, ας μη χαθώμεν διά την ζωήν του ανθρώπου τούτου και μη επιβάλης εφ' ημάς αίμα αθώον· διότι συ, Κύριε, έκαμες ως ήθελες.
15 Και εσήκωσαν τον Ιωνάν και έρριψαν αυτόν εις την θάλασσαν και η θάλασσα εστάθη από του θυμού αυτής.
16 Τότε οι άνθρωποι εφοβήθησαν τον Κύριον φόβον μέγαν και προσέφεραν θυσίαν εις τον Κύριον και έκαμον ευχάς.
Πεμ, Νοε 18, 2021
Χωρίο: Κατά Λουκάν 10:23-42
Διάρκεια: 43 Λεπτά 48 Δευτερόλεπτα
23 Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητάς, εἶπε κατ᾿ ἰδίαν· Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ὅσα βλέπετε.24 Διότι σᾶς λέγω ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἐπεθύμησαν νὰ ἴδωσιν ὅσα σεῖς βλέπετε, καὶ δὲν εἶδον, καὶ νὰ ἀκούσωσιν ὅσα ἀκούετε, καὶ δὲν ἤκουσαν.
25 Καὶ ἰδού, νομικὸς τις ἐσηκώθη πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί πράξας θέλω κληρονομήσει ζωήν αἰώνιον;26 Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί εἶναι γεγραμμένον; πῶς ἀναγινώσκεις;27 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· Θέλεις ἀγαπᾷ Κύριον τὸν Θεὸν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 28 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο κάμνε καὶ θέλεις ζήσει.29 Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος, θέλων νὰ δικαιώσῃ ἑαυτόν, εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς εἶναι ὁ πλησίον μου;
30 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχὼ καὶ περιέπεσεν εἰς ληστάς· οἵτινες καὶ γυμνώσαντες αὐτὸν καὶ καταπληγώσαντες, ἀνεχώρησαν ἀφήσαντες αὐτὸν ἡμιθανῆ.31 Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεὺς τις κατέβαινε δι᾿ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐπέρασεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.32 Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης, φθάσας εἰς τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἐπέρασεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.33 Σαμαρείτης δὲ τις ὁδοιπορῶν ἦλθεν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦτο, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,34 καὶ πλησιάσας ἔδεσε τὰς πληγὰς αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, καὶ ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ κτῆνος αὑτοῦ, ἔφερεν αὐτὸν εἰς ξενοδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·35 καὶ τὴν ἐπαύριον, ὅτε ἐξήρχετο, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκεν εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ, τι σὺ δαπανήσῃς περιπλέον, ἐγὼ ὅταν ἐπανέλθω θέλω σοι ἀποδώσει.36 Τίς λοιπὸν ἐκ τῶν τριῶν τούτων σοὶ φαίνεται ὅτι ἔγεινε πλησίον τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς;
37 Ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος εἰς αὐτόν· Εἶπε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε καὶ σύ, κάμνε ὁμοίως.
38 Ἐνῷ δὲ ἀπήρχοντο, αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά· καὶ γυνή τις ὀνομαζομένη Μάρθα ὑπεδέχθη αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὑτῆς.39 Καὶ αὕτη εἶχεν ἀδελφήν καλουμένην Μαρίαν, ἥτις καὶ καθήσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.40 Ἡ δὲ Μάρθα ἐνησχολεῖτο εἰς πολλήν ὑπηρεσίαν· καὶ ἐλθοῦσα ἔμπροσθεν αὐτοῦ εἶπε· Κύριε, δὲν σὲ μέλει ὅτι ἡ ἀδελφή μου μὲ ἀφῆκε μόνην νὰ ὑπηρετῶ; εἶπε λοιπὸν πρὸς αὐτήν νὰ μοὶ βοηθήσῃ.41 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς, εἶπε πρὸς αὐτήν· Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ ἀγωνίζεσαι περὶ πολλά·42 πλήν ἑνὸς εἶναι χρεία· ἡ Μαρία ὅμως ἐξέλεξε τὴν ἀγαθήν μερίδα, ἥτις δὲν θέλει ἀφαιρεθῆ ἀπ᾿ αὐτῆς.