Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε τη μαρτυρία ενός ακόμα αδελφού από την εκκλησία του Νέου Ψυχικού, του αδελφού μας Λεωνίδα Σαρρή.

Αδελφέ Λεωνίδα από ότι ξέρω είσαι από τους παλαιούς αδελφούς και από τα παλαιά στελέχη της εκκλησίας του Χολαργού. Που τώρα πλέον (μαζί με την πρώην εκκλησία του Χαλανδρίου) είναι η εκκλησία του Νέου Ψυχικού.

Πράγματι, σε αυτή την εκκλησία σώθηκα, όταν ήμουν 27 ετών το 1966 και από τότε, περισσότερα από 50 χρόνια, είμαι εδώ. Με δοκιμασίες, με προβλήματα και με πολλές δύσκολες καταστάσεις, αλλά ριζωμένος. Κυριολεκτώ πάνω σε αυτό. Με ευκαιρίες πάμπολλες, δικαιολογημένες, για να πάω κάπου αλλού όπου θα μπορούσα να αναπαυθώ. Αλλά όμως ήμουν ριζωμένος.

Να ξεκινήσουμε και να πούμε τα γεγονότα από την αρχή της ζωής σου;

Ναι, όπως θέλεις. Γεννήθηκα στην Αθήνα, στους Αμπελοκήπους το 1939. Ο πατέρας μου ήταν από το Χαλάνδρι όπου και μεταφερθήκαμε λίγο αργότερα, μιας κι έφτιαξε εκεί ένα δωματιάκι για να στεγάσει την επταμελή οικογένεια μας. Δύο οι γονείς και πέντε εμείς τα παιδιά. Εγώ είμαι ο τρίτος κατά σειρά. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν άνθρωποι με αρχές κι εγώ από μικρό παιδί είχα μέσα μου, μπορώ να πω, μια φλόγα για τον Θεό.

Όταν λες αρχές, εννοείς χριστιανικές αρχές;

Ναι, τότε τα πράγματα ήταν αλλιώς. Οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, πιο καλοσυνάτοι. Και ήταν πολύ ισχυρός ο θεσμός της οικογένειας ο οποίος σήμερα, ολίγον κατ' ολίγον, όλο και γκρεμίζεται. Και ίσως σε αυτό να φταίμε κι εμείς. Η γενιά μου. Γιατί δώσαμε πολλά στα παιδιά μας, τα καλομάθαμε και πλέον δεν σηκώνουνε πολλά, ούτε στο γάμο τους, ούτε πουθενά. Με καλές αρχές μεγάλωσα λοιπόν, πήγα και στο κατηχητικό, πήγαινα και στην εκκλησία την ορθόδοξη και κρατούσα σαν παππαδάκι τα εξαπτέρυγα. Μετά ξεκίνησαν τα σχολικά χρόνια και μόλις τέλειωσα το Δημοτικό σχολείο πήγα για δουλειά. Ήμασταν φτωχή οικογένεια κι έπρεπε να δουλέψω. Και μόλις τέλειωνα από τη δουλειά πήγαινα στο νυχτερινό Γυμνάσιο. Ποιο Γυμνάσιο όμως αδελφέ, που ήμουν τόσο κουρασμένος που μόλις καθόμουνα στο θρανίο με έπαιρνε ο ύπνος κατευθείαν. Και έτσι το σταμάτησα το σχολείο και έμεινα με το απολυτήριο του Δημοτικού.

Παρόλα αυτά ο Κύριος σε έκανε ένα κήρυκα του ευαγγελίου.

Ευχαριστώ τον Θεό. Όταν ο Κύριος καλεί κάποιον για το έργο Του, είναι δική Του η εντολή. Και χαρίζει σοφία σε όποιον τη ζητάει. Δούλεψα στην αρχή σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και μετά σε ένα εργαστήριο χαρακτικής κάτω στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι. Εκεί πέρασα πολύ δύσκολα. Άνοιγα τρύπες σε κάτι καλούπια και αν έσπαγε κατά λάθος το τρυπάνι, μου φόρτωνε ο μάστορας το ατσάλινο καλούπι στη πλάτη και πήγαινα Αθηνάς, Ψυρρή, Μοναστηράκι και γυρνούσα στη Παλλάδος που ήταν το εργαστήριο. Για καψώνι. Κι εκείνος με κοιτούσε από το μπαλκόνι και με χρονομετρούσε. Όλα αυτά όμως τελικά μπορεί και να μου έκαναν καλό. Γιατί έτσι έμαθα τον σεβασμό, πράγμα πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο. Έκατσα εκεί αρκετά χρόνια και μετά ήρθε η ώρα να πάω στο στρατό. Υπηρέτησα 24 μήνες και όταν απολύθηκα κατέβαινα μια μέρα με τα πόδια από τη Μεσογείων προς το Κάτω Χαλάνδρι. Εκεί γνώρισα τη σύζυγο μου την Όλγα και πιστεύω ότι αυτή η συνάντηση ήταν από τον Κύριο. Η Όλγα ήταν από πιστή οικογένεια και οι γονείς της πήγαιναν στην εκκλησία της Πεντηκοστής του Χολαργού όπου ήταν τότε ποιμένας ο αδελφός ο Ανδρέου. Η γυναίκα μου όμως και τα αδέλφια της είχαν απομακρυνθεί από την εκκλησία εκείνη την εποχή. Η γνωριμία μας προχώρησε, παντρευτήκαμε πολύ γρήγορα και πιστεύω ότι ήταν σχέδιο Θεού για να σωθώ κι εγώ και η γυναίκα μου.

Κατάλαβες ότι οι γονείς της πήγαιναν σε κάποια άλλη εκκλησία;

Δεν κατάλαβα τίποτε αλλά και εκείνοι δεν μου είπαν τίποτε. Ούτε η σύζυγος μου είπε. Όμως παρατηρούσα ότι ήταν άνθρωποι διαφορετικοί. Ήταν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, ήρεμοι, είχανε χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά που ήξερα και είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Και όταν με την Όλγα καμιά φορά γυρνούσαμε αργά το βράδυ, άκουγα τον πεθερό μου που προσευχότανε στο άλλο δωμάτιο, εν Αγίω Πνεύματι. Η διάνοια μου όμως ήταν κλειστή και δεν καταλάβαινα τίποτε από αυτά που άκουγα. Μετά από κανένα χρόνο που ήμουν παντρεμένος, μια μέρα μου λέει ο πεθερός μου: “έρχεσαι να πάμε κάπου μαζί;” Και με πήγε στην εκκλησία. Τότε λεγόταν: “Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής”. Δεν είχε ενωθεί ακόμα με την “Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής". Ήτανε ακριβώς στη πέμπτη στάση του Χολαργού, σε ένα μικρό υψωματάκι.

Σε πήγε στην εκκλησία χωρίς να σου έχει μιλήσει ποτέ για τον Χριστό;

Ποτέ. Μόνο προσευχότανε. Ο Απόστολος Μαρέντης, o πεθερός μου, ήτανε πραγματικά ένας άνθρωπος της προσευχής. Γονάτιζε σε ένα μικρό δωματιάκι και προσευχότανε εκεί για δύο ώρες, για τρείς ώρες, για τέσσερις ώρες. Τα παιδιά του είχανε φύγει από την εκκλησία και με τις προσευχές του επέστρεψαν όλα και σωθήκανε. Με το που πήγα λοιπόν εκείνη τη μέρα στην εκκλησία κι άκουσα τη δοξολογία, βρέθηκα εκτός εαυτού. Στην κυριολεξία χάθηκα, νόμιζα πως είμαι στον ουρανό. Και με την πρώτη φορά που άκουσα το Λόγο του Θεού, αναγεννήθηκα. Μόλις τέλειωσε το κήρυγμα, πήρα το υμνολόγιο κι άρχισα να ψέλνω κι εγώ όπως όλοι και με ρωτάει θυμάμαι μια αδελφή: “από ποια εκκλησία είστε;” Της λέω: “ποια εκκλησία; πρώτη φορά έρχομαι.” Και δεν το πίστευε. Έψελνα τους ύμνους λες και τους ήξερα χρόνια. Αυτή ήταν η μέρα της αναγέννησης μου και της σωτηρίας μου. Έκτοτε δεν έχω φύγει από την εκκλησία, ούτε αναρωτήθηκα ποτέ για τίποτε. Τον ίδιο μήνα βαπτίστηκα στο νερό και λίγο καιρό μετά βαπτίστηκα με το Άγιο Πνεύμα στην εκκλησία των Πετραλώνων.

Η σύζυγος;

Μαζί βαπτιστήκαμε στο νερό, την ίδια μέρα. Και την ίδια μέρα βαπτιστήκαμε και με το Άγιο Πνεύμα. Συνηθίζαμε τότε να πηγαίνουμε κάθε Παρασκευή στην εκκλησία των Πετραλώνων. Όπου ήταν ποιμένας ο αδελφός Κωνσταντινίδης, πρωτεργάτης της Πεντηκοστής στην Ελλάδα. Και ο οποίος ήταν πραγματικά ένας εργάτης του ευαγγελίου, πλήρης Αγίου Πνεύματος. Εκείνη τη Παρασκευή λοιπόν που είχαμε πάει στα Πετράλωνα, μετά το κήρυγμα λέει ο αδελφός Κωνσταντινίδης: “όποιος θέλει να λάβει το Άγιο Πνεύμα να έρθει μπροστά.” Πήγαμε μπροστά, εγώ, η γυναίκα μου και άλλος ένας αδελφός, επέθεσε χείρας ο αδελφός Κωνσταντινίδης και βαπτιστήκαμε και οι τρείς με το Άγιο Πνεύμα. Δύο μέρες ολόκληρες γλωσσολαλούσα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Αλλά και τώρα ακόμα, μετά από 50 χρόνια, δεν έχω σταματήσει να πληρώνομαι με το Άγιο Πνεύμα και να λαλώ με ξένες γλώσσες τα μεγαλεία του Κυρίου. Δόξα στον Θεό.

Πιστεύω ότι εσείς οι παλαιοί αδελφοί είχατε μια άλλη σχέση με το Άγιο Πνεύμα. Πιο στενή και πιο ζωντανή.

Ναι, ο Κύριος μας έδινε πολύ δύναμη. Και πιστεύω ότι έτσι έπρεπε να γίνει για να μπορέσει να προχωρήσει το έργο του Θεού στην Ελλάδα που ήταν τότε στο ξεκίνημα του. Και πραγματικά προχώρησε και πιστεύω ότι θα προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Τότε δεν μας κρατούσε τίποτε για να μην ομολογήσουμε παντού τον Χριστό. Με το που πίστεψα πήγα αμέσως και μίλησα στον πατέρα μου και την μητέρα μου. Με τη πρώτη φορά που άκουσαν για τον Χριστό κατευθείαν ήρθαν στην εκκλησία, βαπτίστηκαν και σώθηκαν. Μετά πήγα στον μπατζανάκη μου, τον Αρώνη τον Γιώργο με τον οποίο ήμασταν κολλητοί. Γιατί από όλες τις αδελφές της, η γυναίκα μου είχε την πιο στενή σχέση με τη γυναίκα του τη Δέσποινα. Όταν του μίλησα πρώτη φορά με πέταξε έξω. Μου έβαλε τη Αγία Γραφή κάτω από τη μασχάλη και μου λέει: “έξω κι εσύ και η Αγία Γραφή.” Μετά από λίγο παθαίνει η γυναίκα του ψυχολογικά. Ο Γιώργος την υπεραγαπούσε κι έψαχνε τρόπο να την βοηθήσει. “Τι θέλεις να κάνω για σένα;” την ρωτούσε συνέχεια, ώσπου μια μέρα του λέει: “θέλω να με πας στην εκκλησία που πάει ο Λεωνίδας.” Την άλλη μέρα ήρθαν στην εκκλησία και δεν ξαναφύγανε ποτέ. Και πάνε και τα ψυχολογικά και όλα. Ο άλλος μου ο μπατζανάκης ο Πολυχρόνης ο Λεγάκης ήταν ακόμα πιο δύσκολος. Αλλά όταν πίστεψε έγινε τόσο ζηλωτής που έμπαινε με παρρησία μέσα στα λεωφορεία και στα τρένα και μιλούσε σε όλους για τον Χριστό. Ο γαμπρός του ήταν ο Θρασύβουλος ο Κουρομιχελάκης. Μόνο όταν έλειπε στην Κρήτη ερχόντουσαν. Και όταν τον άγγιξε ο Κύριος, πολλοί δεν πιστεύανε στα μάτια τους βλέποντας την αλλαγή στη ζωή του. Και άλλα πολλά έκανε ο Κύριος και όλα αυτά τα αναφέρουμε προς δόξα Θεού. Εκείνος μας δίνει δύναμη Αγίου Πνεύματος για να είμαστε μάρτυρες δικοί Του. Εγώ ακόμα και σε αυτή την ηλικία, βγαίνω δύο, τρείς φορές την εβδομάδα εκεί στο Λαύριο που μένω και μοιράζω στους ανθρώπους φυλλάδια και Καινές Διαθήκες. Δηλαδή ο ζήλος δεν έχει σταματήσει. Όπως ξεκίνησα, είμαι ο ίδιος.

Θα ήθελα να μας πεις λίγο για τις θαυμαστές ενέργειες του Θεού στη ζωή σου που ξέρω ότι είναι αρκετές.

Βεβαίως. Η σύζυγος μου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, είχε πρόβλημα. Την ανέλαβε τότε ένας πολύ καλός γιατρός που ήταν στο “Λητώ” το μαιευτήριο και της έκανε μια επέμβαση. Και της είπε ότι ίσως μέσα στο χρόνο πιάσει παιδί. Αλλά της είπε ότι θα κάνει μόνο ένα παιδί, δεν θα μπορέσει να κάνει άλλο. Πραγματικά έμεινε έγκυος και έκανε τη πρώτη μου κόρη. Εγώ τότε δούλευα στο Δήμο Χαλανδρίου σαν οδηγός. Μια δουλειά που είχε μέλλον, μέχρι προϊστάμενος μπορούσες να γίνεις και είχες όλα τα προνόμια που έχει ένας δημόσιος υπάλληλος. Τότε όμως έπαιρνα μόνο 1.500 δραχμές το μήνα και δεν φτάνανε με τίποτε τα λεφτά.

Είχε μέλλον η δουλειά αλλά δεν είχε παρόν.

Κάπως έτσι. Οπότε έφυγα από το Δήμο και δούλεψα σαν οδηγός σε μια μάντρα οικοδομών. Όπου εκεί έπαιρνα ένα χιλιάρικο την εβδομάδα. Μια μέρα λοιπόν κατέβαινα με το φορτηγό από την Αργυρούπολη, από ένα λατομείο που ήταν πάνω στο βουνό, φορτωμένος με χαλίκι. Και κατέβαινα από ένα δρόμο που είχε νησίδα στη μέση, ο οποίος έβγαζε στη λεωφόρο Αργυρουπόλεως. Όπως κατηφορίζω λοιπόν, καταλαβαίνω κάποια στιγμή με τρόμο, ότι τα φρένα δεν πιάνουν. Βάζω πρώτη ταχύτητα για να κόψω την φόρα και το φορτηγό αρχίζει τότε να μουγκρίζει. Και ύστερα από λίγο σπάει το ημιαξόνιο και το φορτηγό φεύγει όπως φεύγουν τα άλογα όταν αφήσεις τα γκέμια. Το κολλάω στο πεζοδρόμιο φωνάζοντας: “Κύριε σώσε με” και καβαλάει το πεζοδρόμιο, ρίχνει μια κολόνα της ΔΕΗ, ρίχνει δεύτερη κολόνα και στη τρίτη σταματάει ως εκ θαύματος. Και γλίτωσα κι εγώ αλλά και πολύς κόσμος που θα σκοτωνότανε αν είχε φθάσει το φορτηγό μέχρι τη λεωφόρο. Δόξα στο Θεό. Ύστερα από δύο χρόνια μας δίνει ο Θεός δεύτερο παιδί. Μας λέει ο γιατρός ότι θα το χάσουμε, ότι δεν θα μπορέσει η γυναίκα μου να το κρατήσει. Κι όμως το κράτησε κι έκανα τη δεύτερη κόρη μου. Ύστερα από λίγο κάνουμε τη τρίτη κόρη. Ο γιατρός τότε τρελάθηκε. Μας λέει: “θα σκίσω το δίπλωμα μου”. Και κάνει η γυναίκα μου και τέταρτο παιδί κι εκεί σταμάτησε. Τέσσερα παιδιά ήθελε να μας δώσει ο Κύριος.

Έγινες πολύτεκνος και σταμάτησες.

Ναι. Τώρα έχω 4 παιδιά, 9 εγγόνια και 4 δισέγγονα. Ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεό. Εν τω μεταξύ τότε ήτανε ακόμα δικτατορία και δίνανε στους πολύτεκνους ή μισό ταξί ή μια ολόκληρη άδεια φορτηγού Δημοσίας Χρήσεως. Προτίμησα την άδεια Δ.Χ. και εκείνα τα χρόνια υπήρχαν οι τρίκυκλες μηχανές με την καρότσα πίσω. Πήρα λοιπόν ένα τέτοιο τρίκυκλο και με αυτό πήγαινα στο Δήμο Αθηναίων και μετέφερα ένα πιάνο που είχανε και το πήγαινα σε διάφορα μέρη όπου κάνανε συναυλίες. Και τα λεφτά τα έπαιρνα μετά από τέσσερις, πέντε μήνες όλα μαζεμένα. Πήρα έτσι λοιπόν 10.000 δραχμές και ξεκίνησα να φτιάχνω το σπίτι. Γιατί όταν κάναμε το τέταρτο παιδί δεν χωράγαμε πλέον και σκεφτήκαμε να φτιάξουμε από πάνω δύο κρεβατοκάμαρες. Σε κάποια στιγμή έπρεπε να αγοράσω τα τούβλα και ενώ έπρεπε να δώσω 2.800 μου είχαν μείνει μόνο 2.500. Κι έψαχνα άλλες 300 δραχμές. Εκείνο το βράδυ είχε έρθει ένας αδελφός από το εξωτερικό στην εκκλησία. Έρχεται λοιπόν η γυναίκα μου και μου λέει: “Λεωνίδα, μου είπε ο Κύριος τα 2.500 που έχουμε για τα τούβλα να τα δώσουμε στον αδελφό γιατί τα έχει μεγάλη ανάγκη.” Λέω: “αφού σου το είπε ο Κύριος, θα τα δώσουμε”. Είχα εμπιστοσύνη στη γυναίκα μου γιατί ήταν ένα διαμάντι πραγματικά και είχε πολύ ωραίο χάρισμα προφητείας. Εν τω μεταξύ δεν ήθελε αυτός ο άνθρωπος να τα πάρει με τίποτε και του τα έδωσα μπορώ να σου πω με το ζόρι.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν εργάτης του ευαγγελίου;

Ναι, εργάτης του ευαγγελίου περιοδεύων, γύριζε όλο τον κόσμο και κήρυττε. Του έδωσα λοιπόν τα λεφτά αλλά την άλλη μέρα θα ερχόταν το φορτηγό με τα τούβλα. Και τώρα δεν μου λείπανε 300 δραχμές, μου λείπανε 2.800. Το ίδιο βράδυ παίρνει τηλέφωνο μια αδελφή της γυναίκας μου και της λέει: “Όλγα έχω μαζέψει τρία χιλιάρικα κι αυτή τη στιγμή δεν τα χρειάζομαι. Πάρτα και όποτε μπορείς μου τα δίνεις.” Και έτσι θαυμαστά ο Κύριος κάλυψε την ανάγκη μας. Σημειωτέον ότι η κουνιάδα μου δεν ήξερε απολύτως τίποτε. Τότε δεν ήταν καν στην εκκλησία, μετά πίστεψε. Ξεκινήσαμε το σπίτι και μόλις το τελειώσαμε και πήραμε τα κρεβατάκια έρχονται στην εκκλησία κάποια πιστά παιδιά από τα Γιάννενα τα οποία στην κυριολεξία δεν είχαν: “που την κεφαλήν κλίναι”. Και τα έβαλα στο σπίτι και θαύμασα για το πως εργάζεται και πως προνοεί ο Θεός. Καθίσανε λίγο καιρό και μετά φύγανε, πήγανε κάπου αλλού και μπήκανε τα παιδιά μου.

Βάδιζες δια της πίστεως.

Πάντα. Και πάντα ο Θεός με ενίσχυε, σε όλες τις δυσκολίες μου. Και η πιο μεγάλη δυσκολία της ζωής μου ήταν όταν έχασα τη σύζυγο μου την Όλγα. Είχε ένα πρόβλημα στο στήθος, ένα ογκίδιο, το οποίο όμως το αφαίρεσε και το είχε ξεπεράσει. Και της έδωσαν στο νοσοκομείο για πέντε χρόνια να παίρνει κάποια χάπια. Κι αυτά τα χάπια τελικά αδελφέ της χάλασαν το αίμα (οι αιματολόγοι το είπανε αυτό) έπαθε οξεία λευχαιμία και πέθανε. Όταν έφυγε, τον Μάρτιο του 2012, στις 23 του μηνός, η κατάσταση μου ήταν πάρα πολύ άσχημη. Γιατί ήταν η πολυαγαπημένη μου. Η γυναίκα της νιότης μου και η γυναίκα της ζωής μου. Την έκλαψα πολύ κι ακόμα τη κλαίω. Κι ενώ ήμουνα σε αυτή τη κατάσταση, βλέπω ένα βράδυ στον ύπνο μου ότι είμαι πεσμένος σε μια άσφαλτο. Σε ένα δρόμο. Κι από τις φλέβες μου τρέχει το αίμα, χάνω τη ζωή. Υψώνεται τότε μπροστά μου ένα ψηλό και απότομο βουνό, τόσο απότομο που κανένας ορειβάτης δεν θα μπορούσε να το ανέβει. Και ενώ αναρωτιόμουν που φθάνει αυτό το βουνό, βλέπω στη κορυφή τον Ιησού Χριστό με απλωμένα τα χέρια. Και μου έκανε νόημα: “Έλα σε μένα. Εγώ θα σε βοηθήσω.” Την άλλη μέρα ήμουν άλλος άνθρωπος, τα είχα ξεπεράσει όλα. Αυτές οι εμπειρίες μας κράτησαν αδελφέ και αυτές οι εμπειρίες μας κρατάνε ακόμα. Αν δεν έχεις εμπειρίες, αν δεν έχω εμπειρίες, δεν θα μπορέσεις να σταθείς και δεν θα μπορέσω να σταθώ.

Αδελφέ Λεωνίδα θα ήθελα στο τέλος να δώσεις ένα μήνυμα για εμάς τους νεότερους.

Το μήνυμα μου είναι: Εμπιστοσύνη στον Χριστό Ιησού. Διεξάγουμε έναν αγώνα και ο αγώνας αυτός πολλές φορές γίνεται δύσκολος. Όμως ο Κύριος μάς έχει υποσχεθεί ότι θα είναι μαζί μας όλες τις ημέρες της ζωής μας. Δεν μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος ότι η ζωή μας θα είναι εύκολη, αντιθέτως μας έχει πει ότι δια πολλών θλίψεων πρέπει να εισέλθουμε στη βασιλεία των ουρανών. Αλλά μας έχει υποσχεθεί ότι θα είναι πάντα μαζί μας όταν εμείς Τον εκζητάμε. “Βοήθεια ετοιμοτάτη εν ταις θλίψεσι” όπως λέει ο ψαλμωδός. Και ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος όταν έχει τον Χριστό μέσα στη καρδιά του ακόμα κι αν έχει θλίψεις. Γιατί εκείνος που πιστεύει στον Χριστό έχει ζωή αιώνια. Σε κρίση δεν έρχεται αλλά μετέβη εκ του θανάτου στη ζωή. Και το μήνυμα μου είναι: Δέξου τον Χριστό μέσα στη καρδιά σου, θα έχεις ζωή αιώνια και θα γίνεις πραγματικά χαρούμενος κι ευτυχισμένος.